Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά) που
σημαίνει γλυκό. Pέρασε
στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου
αιώνα. Τα σύγχρονα διατροφικά αδιέξοδα που δημιούργησε η τεχνολογία τροφίμων με
την κατάχρηση συντηρητικών και χημικών υποκατάστατων, έστρεψαν και πάλι το
ενδιαφέρον στις διατροφικές συνήθειες των περασμένων δεκαετιών και σε μία σειρά
προϊόντων που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής από αρχαιοτάτων χρόνων, ώστε
άρχισαν να συζητιούνται το πετιμέζι, το ταχίνι και το σουσαμόλαδο.[1]
Ο χαλβάς Παρασκευάζεται από ταχίνι (πολτό από σησάμι), το οποίο παραδοσιακά συνδυάζεται με σιρόπι ζάχαρης ή μέλι ή πετιμέζι κ.α.Αυτό που προσδίδει στην λευκή
καραμέλα την ελαστικότητα και την μαστιχωτή υφή της είναι ένα πολύ πικρό και
στυφό υγρό από χαλβαδόρριζα (ή τσουένι, σαπουνόχορτο, χρώματος
σκούρου καρυδιού.
Θρεπτικά Συστατικά
Ο χαλβάς είναι πλούσιος σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β, βιταμίνη Ε,
ασβέστιο, φώσφορο, μαγνήσιο, ψευδάργυρο, σελήνιο και αντιοξειδωτικές ουσίες.
Όσον αφορά τη θερμιδική αξία του γλυκού, ο συνδυασμός των συστατικών του
(σουσαμιού και σακχάρων) του προσδίδουν υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο.
Το γεγονός ότι ο χαλβάς αποτελείται κατά 60% από ταχίνι, έχει ως
αποτέλεσμα οι ευεργετικές ιδιότητες του σπόρου να μεταφέρονται και στο
γλυκό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου