Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΣΜΕΟΥΡΑ

Η γεύση τους είναι ιδιαίτερη και δυνατή, αφήνοντας μία γλυκόξινη αίσθηση ενώ έχουν πολύ υψηλή διατροφική αξία. Αποτελούν εξαιρετική πηγή φυτοχημικών όπως οι ανθοκυανίνες, οι φαινόλες, οι τανίνες και οι λιγνάνες, ενώ η συγκέντρωσή τους σε ελλαγικό οξύ και πελαργονιδίνη είναι αρκετά αυξημένη.
Οι μεγάλες ποσότητες των παραπάνω φυτοχημικών προσδίδουν στα σμέουρα ιδιαίτερα υψηλή αντιοξειδωτική αξία.


Αντίθετα, η θερμιδική τους αξία είναι χαμηλή αποδίδοντας μόνο 52 θερμίδες στα 100γρ ενώ αποτελούν εξαιρετική πηγή φυτικών ινών καλύπτοντας περίπου το 16% της ημερήσιας συνιστώμενης ποσότητας σε φυτικές ίνες.
Επιπλέον, είναι πλούσια σε μαγγάνιο, βιταμίνες C και Κ, φυλλικό οξύ, μαγνήσιο, κάλιο και χαλκό.
Λόγω της υψηλής θρεπτικής τους αξίας, τα σμέουρα φέρεται να έχουν πολλαπλά οφέλη για την υγεία.

Αντιοξειδωτικά και αντιφλεγμονώδη οφέλη
Η ποικιλία φυτοχημικών ουσιών που περιέχεται στα σμέουρα θεωρείται αξιοσημείωτη αφού παρόμοια ποικιλομορφία συναντάται σε πολύ λίγα φρούτα. Γι' αυτό και θεωρείται να έχουν πολύ ισχυρή αντιοξειδωτική δράση.
Το ελλαγικό οξύ που, όπως προαναφέρθηκε βρίσκεται άφθονο στα σμέουρα, είναι από τις ουσίες που έχει αποδεδειγμένη αντιοξειδωτική δράση. Συγκεκριμένα, φέρεται να αναστέλλει τη δράση ενζύμων που προάγουν τις φλεγμονές και να βοηθά, τουλάχιστον σε μελέτες που έχουν γίνει σε ποντίκια, στη μείωση του πεπτικού έλκους και άλλων φλεγμονών του πεπτικού. 

Σάκχαρο και παχυσαρκία
Τα περισσότερο ενδιαφέροντα νέα πεδία έρευνας για τα σμέουρα αφορούν τη διαχείριση της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2.
Στην περίπτωση της παχυσαρκίας ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί σε δύο διαφορετικές ενώσεις των σμέουρων, τις κετόνες σμέουρου ή βατόμουρου και του φλαβονοειδούς τιλιροσίνη.
Οι κετόνες είναι φυσικές ενώσεις που υπάρχουν σε αφθονία στα σμέουρα, ενώ περιέχονται σε μικρότερες ποσότητες και σε πολλά φυτά όπως το πεύκο και το σφένδαμο. Οι κετόνες βατόμουρου είναι γνωστές και με το όνομα ρεοσμίνη και χρησιμοποιούνται κυρίως ως πρόσθετο τροφίμων. Τα τελευταία χρόνια οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η ρεοσμίνη βοηθά στην αύξηση του μεταβολισμού και την καύση του σωματικού λίπους. Επιπρόσθετα, τόσο η ρεοσμίνη όσο και η τιλιροσίνη φέρεται να ενεργοποιούν την αδιπονεκτίνη, ορμόνη που παράγεται από τα λιποκύτταρα του σώματος και η οποία παίρνει μέρος στον καταβολισμό των λιπαρών οξέων.
Η αδιπονεκτίνη εμπλέκεται, επιπλέον, στη ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Σε άτομα παχύσαρκα με διαβήτη τύπου 2 η εν λόγω ορμόνη είναι ανενεργή ή δεν εκκρίνεται σε επαρκείς ποσότητες. Αυτό δυσκολεύει κατά πολύ τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου και λιπών στο αίμα. Έτσι, με την ενεργοποίηση της αδιπονεκτίνης από τις κετόνες και την τιλιροσίνη μπορεί να επέλθει ισορροπία στην έκκριση ινσουλίνης και στα επίπεδα σακχάρου και λιπών στο αίμα παχύσαρκων ατόμων με διαβήτη τύπου 2.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου