Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας. Ονομάζεται και οστεοπάθεια, γιατί
παρατηρείται απώλεια ασβεστίου. Το αποτέλεσμα είναι τα οστά να γίνονται πιο
εύθραυστα και να αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος καταγμάτων.
Η ασθένεια πλήττει μία στις τρεις γυναίκες και έναν στους οκτώ άνδρες, συνήθως ηλικίας 50 ετών και άνω. Δεν υπάρχει θεραπεία ικανή να αποκαταστήσει την απώλεια της οστικής μάζας, όταν αυτή έχει ήδη επέλθει.
Η ασθένεια πλήττει μία στις τρεις γυναίκες και έναν στους οκτώ άνδρες, συνήθως ηλικίας 50 ετών και άνω. Δεν υπάρχει θεραπεία ικανή να αποκαταστήσει την απώλεια της οστικής μάζας, όταν αυτή έχει ήδη επέλθει.
Η καλύτερη λύση είναι η
πρόληψη, εφόσον υιοθετηθεί ένας υγιεινός τρόπος ζωής, με καλή διατροφή και
άσκηση, από πολύ μικρή ηλικία, οπότε και χτίζονται τα γερά οστά.
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης είναι, εκτός από το γυναικείο φύλο και την πρόωρη εμμηνόπαυση, παράγοντες του τρόπου ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλης, καθιστική ζωή), διάφορες χρόνιες παθήσεις (ρευματοειδής αρθρίτιδα) και η χρόνια λήψη κάποιων φαρμάκων κ.α.
Η πρόσληψη επαρκούς ποσότητας ασβεστίου είναι το κλειδί για ένα γερό σκελετό. Το ασβέστιο στα οστά έχει ρόλο δομικό, αφού αποτελεί κύριο συστατικό στοιχείο των οστών, αλλά και αποθηκευτικό, αφού τα οστά λειτουργούν ως «αποθήκες» του ασβεστίου. Η κορύφωση της οστική μάζας συντελείται στην ηλικία των 25-30 ετών. Η υψηλή οστική πυκνότητα αποτελεί την καλύτερη πρόληψη για παθήσεις των οστών.
Η ποσότητα ασβεστίου που συνίσταται να προσλαμβάνει καθημερινά ένα άτομο εξαρτάται από την ηλικία του και την κατάσταση της υγείας του. Οι απώλειες στα οστά επέρχονται φυσιολογικά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και στους άνδρες, μετά την ηλικία των 45. Η έλλειψη ασβεστίου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες όπως οστεοπενία, οστεοπόρωση, αυξημένο κίνδυνο κατάγματος και ευερεθιστότητα των μυών και των νεύρων.
Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης είναι, εκτός από το γυναικείο φύλο και την πρόωρη εμμηνόπαυση, παράγοντες του τρόπου ζωής (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλης, καθιστική ζωή), διάφορες χρόνιες παθήσεις (ρευματοειδής αρθρίτιδα) και η χρόνια λήψη κάποιων φαρμάκων κ.α.
Η πρόσληψη επαρκούς ποσότητας ασβεστίου είναι το κλειδί για ένα γερό σκελετό. Το ασβέστιο στα οστά έχει ρόλο δομικό, αφού αποτελεί κύριο συστατικό στοιχείο των οστών, αλλά και αποθηκευτικό, αφού τα οστά λειτουργούν ως «αποθήκες» του ασβεστίου. Η κορύφωση της οστική μάζας συντελείται στην ηλικία των 25-30 ετών. Η υψηλή οστική πυκνότητα αποτελεί την καλύτερη πρόληψη για παθήσεις των οστών.
Η ποσότητα ασβεστίου που συνίσταται να προσλαμβάνει καθημερινά ένα άτομο εξαρτάται από την ηλικία του και την κατάσταση της υγείας του. Οι απώλειες στα οστά επέρχονται φυσιολογικά στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και στους άνδρες, μετά την ηλικία των 45. Η έλλειψη ασβεστίου μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες όπως οστεοπενία, οστεοπόρωση, αυξημένο κίνδυνο κατάγματος και ευερεθιστότητα των μυών και των νεύρων.
Είναι ευρέως γνωστό, ότι τα
γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν την κυριότερη
πηγή ασβεστίου. Το γάλα περιέχει το περισσότερο ασβέστιο, ακόμη κι όταν
είναι άπαχο. Το γιαούρτι και τα τυριά είναι επίσης καλές πηγές ασβεστίου. Γενικότερα τα σκληρά τυριά είναι πληρέστερα
από τα μαλακά.
Άλλα τρόφιμα
πλούσια σε ασβέστιο είναι τα μικρά ψάρια, όπως οι σαρδέλες, καθώς και τα ψάρια
τα οποία παρασκευάζονται με τα κόκαλά τους, όπως η κονσέρβα σολομού.
Το μπρόκολο,
το λάχανο, ο μαϊντανός αποτελούν καλές πηγές βιοδιαθέσιμου ασβεστίου. Άλλα
τρόφιμα, όπως μερικά πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά,
παρέχουν ικανοποιητικές ποσότητες ασβεστίου, αλλά σε χαμηλότερες ποσότητες ανά
μερίδα. Κάποια τρόφιμα περιέχουν επίσης μεγάλες ποσότητες ασβεστίου, λόγω του
εμπλουτισμού τους με βιταμίνη D
(π.χ. δημητριακά, γάλατα και χυμοί εμπλουτισμένοι σε ασβέστιο).
Σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη και στους αυστηρούς χορτοφάγους κρίνεται αναγκαία η εύρεση εναλλακτικών πηγών ασβεστίου, προκειμένου να καλυφθούν οι καθημερινές διατροφικές τους ανάγκες στο συγκεκριμένο μέταλλο. Καλό είναι να χορηγηθεί και ένα συμπλήρωμα ασβεστίου, παρόλο που το μέταλλο είναι σε λιγότερο απορροφήσιμη μορφή, σε σχέση με το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Σε άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη και στους αυστηρούς χορτοφάγους κρίνεται αναγκαία η εύρεση εναλλακτικών πηγών ασβεστίου, προκειμένου να καλυφθούν οι καθημερινές διατροφικές τους ανάγκες στο συγκεκριμένο μέταλλο. Καλό είναι να χορηγηθεί και ένα συμπλήρωμα ασβεστίου, παρόλο που το μέταλλο είναι σε λιγότερο απορροφήσιμη μορφή, σε σχέση με το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η βιταμίνη D είναι ιδιαίτερα σημαντική για την απορρόφηση του ασβεστίου. Το
μεγαλύτερος μέρος της συντίθεται στο δέρμα, έπειτα από έκθεση στην ηλιακή
ακτινοβολία, ενώ τρόφιμα που την περιέχουν είναι τα αυγά, τα λιπαρά ψάρια, το
κρέας και τα εμπλουτισμένα προϊόντα (π.χ. δημητριακά, γάλα).
Η μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνών έχει συσχετισθεί με αυξημένη απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα. Ενώ η αυξημένη κατανάλωση λίπους εμποδίζει την απορρόφηση ασβεστίου.
Η μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνών έχει συσχετισθεί με αυξημένη απέκκριση ασβεστίου από τα ούρα. Ενώ η αυξημένη κατανάλωση λίπους εμποδίζει την απορρόφηση ασβεστίου.
Συμπερασματικά, είναι αναγκαία η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής που θα περιλαμβάνει προσεγμένη διατροφή και
αυξημένη φυσική δραστηριότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου